Γεωργία Χειρχαντέρη, Δρ. Αρχιτέκτων Μηχανικός ΑΠΘ, Phd ΕΜΠ. ΟΙ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ – ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ – ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ. (ΤΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΗΛΕΚΤΡΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ 1889-1940/50) Ανακοίνωση στην 1η υποστηρικτική διημερίδα του Workshop 2016: “Διαδρομές της αρχιτεκτονικής από τις απαρχές της εμφάνισης του μοντερνισμού μέχρι σήμερα, στην Αττική” του Τμήματος Αττικής του ΣΑΔΑΣ, Αθήνα Μάρτης 2016.
Το κείμενο της ανακοίνωσης: Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΕΞΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ.doc
Η εισήγηση βασίζεται στη διδακτορική διατριβή που εκπονήθηκε στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ, με τίτλο: «Τα κτίρια των πρώτων ηλεκτρικών εταιρειών, κατά την περίοδο 1889-1940/50. Ιδρυτικοί παράγοντες και σχεδιασμός».
Ο ηλεκτρισμός από το τέλος της δεκαετίας του 1870 είχε κατακτήσει στα δυτικά τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και την Ευρώπη, που ήταν το κέντρο μιας καινούργιας δυναμικής καινοτομιών.
Η βιομηχανία παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας δεν αναπτύχθηκε με τον ίδιο τρόπο και με την ίδια ταχύτητα σε όλες τις χώρες του κόσμου. Παράγοντες που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξή της ήταν η πυκνότητα της κατανάλωσης, ο βαθμός της βιομηχανικής ανάπτυξης της κάθε χώρας, οι εγχώριες διαθέσιμες πηγές ενέργειας, η ύπαρξη σημαντικών διαθέσιμων κεφαλαίων για επένδυση στη βιομηχανία αυτή.
Η Ελλάδα, υποδέχτηκε το φαινόμενο του εξηλεκτρισμού στα τέλη του 19ου αιώνα επί βασιλείας Γεωργίου Α΄. Μέχρι τότε ήταν μια χώρα αγροτική και αραιοκατοικημένη. Η σταδιακή αύξηση της ελληνικής επικράτειας, κυρίως από την εποχή του Χαρ. Τρικούπη, προκάλεσαν ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένης και της βιομηχανικής εξέλιξης, η οποία έγινε ιδιαίτερα αισθητή κατά τις αρχές του 20ου αιώνα.
Καθώς η Ελλάδα, όπως προαναφέρθηκε, ήταν κυρίως χώρα αγροτική, με ασθενή οικονομία και μη ανεπτυγμένη βιομηχανία, η καινοτομία του ηλεκτρισμού αναπτύχθηκε καταρχήν σε μεγάλα αστικά κέντρα και σε πόλεις που διέθεταν αναπτυγμένη ήδη βιομηχανία (Αθήνα-Πειραιάς, Βόλος, Ερμούπολη, Χαλκίδα). Ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα η πυκνότητα του πληθυσμού επέτρεψε την εγκατάσταση ενός δικτύου σοβαρών διαστάσεων, ενώ παράλληλα προσφέρονταν για τη χρησιμοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας και στα μεταφορικά μέσα (ηλεκτρικός σιδηρόδρομος Αθήνας).
Σε αντίθεση με το εξωτερικό, όπου ο ηλεκτρισμός συνέβαλε σημαντικά στη βιομηχανική επανάσταση με τους μεγάλους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίοι ηλεκτροδοτούσαν βιομηχανικές εγκαταστάσεις και πόλεις, στην χώρα μας κάθε βιομηχανική μονάδα, σχεδόν μέχρι το τέλος του 1920, είχε τον δικό της ηλεκτρικό σταθμό για να καλύψει τις ανάγκες της σε ρεύμα. Στην περιοχή της Αθήνας και του Πειραιά, ο σταθμός του Φαλήρου, ο οποίος κατασκευάστηκε το 1902, μετά το 1906 θα παρέχει ηλεκτρική δύναμη για κίνηση και σε βιομηχανίες.
Ο εξηλεκτρισμός των πόλεων ξεκίνησε από την Αθήνα, η οποία ως πρωτεύουσα μαζί με τον Πειραιά ως λιμάνι της, ήταν κύριος πόλος πληθυσμιακής και οικονομικής συγκέντρωσης της χώρας με την πλέον ανεπτυγμένη βιομηχανία. Εξάλλου, και τα δημόσια έργα που πραγματοποιήθηκαν την εποχή αυτή στην χώρα και ειδικότερα στην περιοχή της πρωτεύουσας, συνετέλεσαν σημαντικά στην τεχνολογική εξέλιξη.
Όπως και σε άλλους επενδυτικούς τομείς, και τα δημόσια έργα, έτσι και στον εξηλεκτρισμό της Ελλάδας, πρωτεύοντα ρόλο έπαιξαν οι ξένοι επενδυτές, που διέθεταν την κατασκευαστική τεχνογνωσία και την παραγωγή των απαιτούμενων μηχανημάτων, ενώ παράλληλα διέθεταν κεφάλαια που ξεπερνούσαν κατά πολύ τα ελληνικά. Στον ελληνικό χώρο βρήκαν παρθένο έδαφος για την υλοποίηση των επενδυτικών τους σχεδίων, όπως η ΕΗΕ, στην Αθήνα με την κατασκευή του πρώτου σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στο Φάληρο καθώς και μικρότερων ηλεκτρικών εταιρειών σε άλλες πόλεις.
ΕΞΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1889-1922
Η μεγάλη αύξηση του πληθυσμού της πρωτεύουσας του τότε νεοσύστατου ελληνικού κράτους, με τη συρροή των κατοίκων της επαρχίας, ξεπέρασε κάθε πρόβλεψη των αρχικών σχεδιαστών της. Αυτό είχε ως συνέπεια τη διόγκωση των αναγκών της καθημερινής ζωής, η οποία οδηγούσε σε ολοένα και σε μεγαλύτερη υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των Αθηναίων. Μία από αυτές τις ανάγκες ήταν και ο φωτισμός των δρόμων και των πλατειών.
Η πρώτη βιομηχανική μονάδα παραγωγής κοινόχρηστης ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα δημιουργήθηκε στην Αθήνα το 1889 (13.7.1889), όταν δόθηκε με διάταγμα η άδεια [1] «παραγωγής και παροχής ηλεκτρικού φωτός και ηλεκτρικής δυνάμεως στην Αθήνα» [2] στη νεοσυσταθείσα Γενική Εταιρεία Εργοληψιών.
Με την άδεια που της δόθηκε από το κράτος, υποχρεωνόταν να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του βασιλικού διατάγματος, το οποίο θα εγκρινόταν ένα μήνα αργότερα και θα περιείχε τον κανονισμό που αφορούσε την παραγωγή, διοχέτευση και διανομή ηλεκτρικού ρεύματος σε συγκεκριμένη έκταση της πόλης των Αθηνών. Το δίκτυο διανομής θα εκτείνετο κυρίως εντός της περιοχής των οδών Πανεπιστημίου, Σοφοκλέους, Αθηνάς και Ερμού, συμπεριλαμβανομένων των πλατειών Ομονοίας και Συντάγματος, η δε εγκατάστασή του θα γινόταν μέσα από τους υπονόμους της πόλης. Όπου δεν υπήρχαν υπόνομοι, η εταιρεία ήταν υποχρεωμένη να εγκαθιστά υπογείως τις γραμμές της και μόνο σε ορισμένες οδούς της επιτρεπόταν να τις εγκαταστήσει εναερίως.
Δύο από τα μέλη της εν λόγω εταιρείας, οι βιομήχανοι Ν. Βλάγκαλης και Α. Μάτσας, είχαν αρχικά ιδρύσει (1888) ένα μικρό εργοστάσιο ηλεκτροπαραγωγής, το οποίο αποτελούσε την πρώτη εκδούλευση της ηλεκτροβιομηχανίας στην Ελλάδα. Επρόκειτο για την «Εταιρεία Εργοδηγών», στη γωνία των οδών Πανεπιστημίου και Αγχέσμου (νυν Βουκουρεστίου), που ανέλαβε το φωτισμό των ανακτόρων και του Ζαππείου [3] την ημέρα των εγκαινίων του τελευταίου. Αυτό το εργοστάσιο δεν ήταν παρά ένα ξύλινο παράπηγμα, που στέγασε την πρώτη εγκατάσταση -μια εμβολοφόρο ατμομηχανή και μια γεννήτρια-, με την οποία παρήγαγε ρεύμα συνεχές 2Χ110 volt, ισχύος περίπου 150 κιλοβάτ. Η εταιρεία εγκατέστησε στους κυριότερους δρόμους της γύρω περιοχής το δίκτυό της και άρχισε να παρέχει ρεύμα και στους πελάτες της. Έτσι, το υπάρχον από το 1888 μικρό εργοστάσιο ηλεκτροπαραγωγής της «Εταιρείας Εργοδηγών» πέρασε στα χέρια της Γενικής Εταιρείας Εργοληψιών, που ανέλαβε πλέον την παραγωγή και παροχή ηλεκτρικού φωτός και ηλεκτρικής δυνάμεως στην Αθήνα.
Μετά τα ανάκτορα, ακολούθησε ο ηλεκτροφωτισμός της οικίας του προέδρου της εταιρείας Α. Μελά, στη βορινή γωνία της λεωφόρου Πανεπιστημίου και της οδού Αμερικής. Αλλά και ο δημοτικός φωτισμός γνώρισε αμέσως τον νεωτερισμό, με τον ηλεκτροφωτισμό των πλατειών Ομονοίας και Συντάγματος κατά τον πρώτο χρόνο λειτουργίας του εργοστασίου. Δύο χρόνια αργότερα, η Γενική Εταιρεία Εργοληψιών, προκειμένου να επεκτείνει τις εγκαταστάσεις της για να ανταπεξέλθει στην αυξανόμενη ζήτηση, μετέφερε το εργοστάσιό της πιο κοντά στο κέντρο της πόλης, στην οδό Αριστείδου, στο μεταξύ αυτής και της οδού Αιόλου οικοδομικό τετράγωνο. Με τις νέες μηχανές που πρόσθεσε, αύξησε την παραγωγή μέσα στην πρώτη δεκαετία σε 400 περίπου κιλοβάτ.
Το 1898 η Thomson Houston της Μεσογείου εμφανίστηκε στην Ελλάδα, δια του αντιπροσώπου της Κ.Δ. Νικολαΐδη. Ένα χρόνο αργότερα, το 1899, ιδρύθηκε η Ελληνική Ηλεκτρική Εταιρεία συστήματος Thomson Houston της Μεσογείου, από τον αντιπρόσωπό της, μηχανικό Κωνστ. Νικολαΐδη, η οποία εξαγόρασε από την Εταιρεία Εργοληψιών ολόκληρη την επιχείρηση του ηλεκτροφωτισμού και συνέχισε τη λειτουργία της με μεγαλύτερη επιτυχία.
Η μέχρι τότε εταιρεία φωτισμού της πρωτεύουσας, η εταιρεία Αεριόφωτος Αθηνών, για να ανταπεξέλθει στον ανταγωνισμό, εγκατέστησε και αυτή (το 1900) στο εργοστάσιό της παράρτημα ηλεκτροπαραγωγής και παρήγαγε, όπως και η Ηλεκτρική Εταιρεία, συνεχές ρεύμα 2Χ110 volt. Παράλληλα, δημιούργησε και δίκτυο διανομής, αποκτώντας πολλούς πελάτες. Τότε ο Νικολαΐδης, [4] ως εκπρόσωπος της Ελληνικής Ηλεκτρικής Εταιρείας, ήρθε σε συνεννόηση με την ανταγωνίστρια εταιρεία Αεριόφωτος, η οποία συμφώνησε να καταργήσει την ηλεκτροπαραγωγή και να αναλάβει τη διανομή του ρεύματος στην πόλη των Αθηνών, εξαγοράζοντας όλο το δίκτυο (και αυτό που ανήκε στην Ελληνική Ηλεκτρική Εταιρεία), και συνεχίζοντας ταυτόχρονα την επέκταση και συντήρησή του.
Κατά τα επόμενα έτη μέχρι 1900, διαδόθηκε σε τέτοιο βαθμό ο ηλεκτρισμός στην Αθήνα, ώστε το μικρό εργοστάσιο της οδού Αριστείδου ήταν πλέον αδύνατο να ανταπεξέλθει στη ζήτηση ρεύματος, τόσο του κοινού όσο και του δήμου. Και επειδή, όπως ήταν φυσικό, ανάλογα προόδευε και η ηλεκτρική εταιρεία ενώ ταυτόχρονα μεγάλωνε και η προοπτική της εκμετάλλευσης, το 1902, [5] αφού η εν λόγω εταιρεία υπέγραψε σύμβαση με το Δήμο Αθηναίων περί ηλεκτροφωτισμού των πλατειών και κεντρικών οδών, άρχισε την κατασκευή μεγαλύτερου εργοστασίου ηλεκτροπαραγωγής στο Νέο Φάληρο για την ηλεκτροδότηση της Αθήνας και του Πειραιά, καθώς και των προαστίων τους.
ΑΗΣ (Ατμοηλεκτρικός Σταθμός) ΦΑΛΗΡΟΥ (1902)
Το 1902 κατασκευάζεται ο ατμοηλεκτρικός σταθμός του Φαλήρου, από την Ελληνική Ηλεκτρική Εταιρεία για να καλύψει τις μεγάλες απαιτήσεις σε ηλεκτρικό ρεύμα στην περιοχή της πρωτεύουσας. Ο σταθμός αυτός αποτέλεσε το μεγαλύτερο τεχνολογικό επίτευγμα της χώρας, ενώ συγχρόνως ήταν αντιπροσωπευτικό παράδειγμα μνημειώδους βιομηχανικής αρχιτεκτονικής.
Χωροθέτηση
Η επιλογή του χώρου (μεταξύ Αθήνας –Πειραιά) στο Νέο Φάληρο, ήταν η καλύτερη δυνατή λύση για την εγκατάσταση του σταθμού, αφού είχε το απαιτούμενο εμβαδόν για την υλοποίηση του συγκεκριμένου τεράστιου οικοδομήματος, για τα ελληνικά πάντα πρότυπα. Η μεταφορά του άνθρακα μέσω του σιδηρόδρομου ήταν οικονομικότερη λόγω της μικρότερης απόστασης Πειραιά – Φαλήρου, καθώς και η άντληση υδάτων από το Φαληρικό κόλπο για τη λειτουργία των ατμομηχανών.
O σταθμός ολοκληρώθηκε σε τρεις κατασκευαστικές φάσεις που ήταν οι ακόλουθες:
Α΄ Κατασκευαστική φάση (1902)
Αρχικά, κτίστηκαν οι δύο μεγάλες επιμήκεις παραλληλόγραμμες αίθουσες [6].
Το μηχανοστάσιο (Μ85,00ΧΠ19,50ΧΥ13,00), με δεκατέσσερα μεγάλα υπερυψωμένα μεταλλικά τόξα να στηρίζουν την απλή δίεδρη στέγη.
Και το λεβητοστάσιο, (Μ70,00ΧΠ19,5) με εν σειρά τοξωτά ανοίγματα τοποθετημένα σε μεγάλο ύψος από το έδαφος και υπερυψωμένους φεγγίτες στο κέντρο της μεταλλικής στέγης, ενώ εξωτερικά πλαισιωνόταν από τις δύο επιβλητικές καμινάδες, ύψους 65μ.
Β΄ Κατασκευαστική φάση (1930)
Ο σταθμός του Φαλήρου διαφοροποιήθηκε με την προσθήκη μιας ακόμα αίθουσας, περίπου το 1930, η οποία οικοδομήθηκε σε δύο διαφορετικές φάσεις, για να καλύψει τις ανάγκες λειτουργίας του σταθμού.
Γ΄ Κατασκευαστική φάση (1950)
Διάφορες μικροπροσθήκες και αλλαγές στο μηχανολογικό εξοπλισμό επέβαλαν την επέκταση της τρίτης αίθουσας, που αποτέλεσαν και την τελευταία κατασκευαστική φάση, οι οποίες άλλαξαν εν μέρει και τη μορφολογία του.
Κατασκευαστικό σύστημα-Τεχνικές κατασκευής- Αρχιτεκτονική έκφραση
Ο σταθμός του Φαλήρου έχει επηρεαστεί κατασκευαστικά από τους ευρωπαϊκούς σταθμούς. Κατασκευάστηκε από αγγλική εταιρεία και εικάζεται ότι η υλοποίησή του βασίστηκε σε σχέδια άγγλων μελετητών οι οποίοι κατείχαν την τεχνογνωσία για την κατασκευή παρόμοιων κτιρίων.
Οι καινοτομίες που άλλαξαν την αρχιτεκτονική των βιομηχανικών κτιρίων παρατηρήθηκαν πιο έντονα στον πρώτο μεγάλο ηλεκτρικό σταθμό της Ελλάδας, τον ΑΗΣ Φαλήρου, του οποίου οι μεγάλες διαστάσεις αποτελούσαν κάτι ξεχωριστό για τα ελληνικά δεδομένα της συγκεκριμένης εποχής. Το κτίριο συμβόλιζε την οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη στην Ελλάδα και την προαπάθειά της να σταθεί επάξια απέναντι στις υπόλοιπες ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης.
ΕΞΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1922-1940/50
Ο 20ος αιώνας σημαδεύτηκε στη χώρα μας από τη μεγάλη εξάπλωση του τεχνικού πολιτισμού, με σημαντικότερο ίσως έργο δημοσίου ενδιαφέροντος τον εξηλεκτρισμό. Ο εξηλεκτρισμός, ενώ ξεκίνησε το 1899, με την ίδρυση της Ελληνικής Ηλεκτρικής Εταιρείας, εξαπλώθηκε ουσιαστικά από τη δεκαετία του 1920 και έπειτα, μετά τη σύμβαση με την Power and Traction, για τον ηλεκτροφωτισμό της πρωτεύουσας αφού η προηγούμενη εταιρεία αδυνατούσε οικονομικά να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις της, και από ένα πλήθος μικρών εταιρειών για την υπόλοιπη Ελλάδα.
Μέχρι και τις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ως γνωστό, η πλειονότητα των Ελλήνων ζούσε στην ύπαιθρο και το 65% του πληθυσμού είχε σχέση με τη γεωργία. Η αλματώδης αύξηση του πληθυσμού της χώρας κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, και ιδιαίτερα της πρωτεύουσας με τη συρροή των κατοίκων της επαρχία και την άφιξη των προσφύγων στη χώρα, δημιούργησε μια επιτακτική ανάγκη για επέκταση των δημοσίων έργων κοινής ωφελείας, όπως και των δικτύων παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, ύδρευσης και συγκοινωνιών, των οποίων την εκμετάλλευση ανέλαβαν για μία ακόμα φορά ξένες εταιρείες, οι οποίες διέθεταν κυρίως την τεχνογνωσία.
Η υπερπροσφορά εργασίας από την εισροή των προσφύγων σήμαινε χαμηλά ημερομίσθια και χαμηλότερο κόστος παραγωγής. Σαν συνέπεια, η βιομηχανική παραγωγή την συγκεκριμένη περίοδο αυξήθηκε σε σημαντικό βαθμό, φέρνοντας την εποχή εκείνη την Ελλάδα στην πρώτη θέση των βιομηχανικών επιδόσεων σε παγκόσμια κλίμακα. Επίσης, η τεχνολογική πρόοδος, με τον εξηλεκτρισμό των εργοστασίων και τη διάδοση των μηχανών εσωτερικής καύσης, μείωσε τις λειτουργικές δαπάνες των βιομηχανιών, με αποτέλεσμα την αύξηση των επιχειρήσεων αυτών κατά 82%, την περίοδο 1920-1929. Στην Αθήνα και στον Πειραιά συγκεντρώθηκε το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής βιομηχανίας, ειδικά στο Μεσοπόλεμο. Η επέκταση των δικτύων παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, ύδρευσης και συγκοινωνιών, καθώς και η συγκέντρωση άφθονου εργατικού δυναμικού, κατέστησαν το εν λόγω πολεοδομικό συγκρότημα πρόσφορο για ταχύτατη βιομηχανική ανάπτυξη.
Όμως, ενώ κατά τη Β΄ περίοδο, στην Ευρώπη και Αμερική, η ανακάλυψη του εναλλασσόμενου ρεύματος ενισχύει τα υπεραστικά κέντρα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, τους λεγόμενους καθεδρικούς σταθμούς, σε συνάρτηση με την εκμετάλλευση της πρώτης ύλης, στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, παρόλο που η βιομηχανία αναπτύσσεται κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, παρατηρείται η δημιουργία πολλών μικρών τοπικών μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας σε μικρότερες πόλεις από ιδιώτες και από δημοτικές/κοινοτικές αρχές, οι οποίες λίγο πριν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έφταναν περίπου τις 400. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, σύμφωνα με την Α. Βαξεβάνογλου, η μεγάλη μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Αθήνα, παρήγαγε το 83% περίπου της ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας. Επομένως δεν υπήρχε ενδιαφέρον εγκατάστασης αντίστοιχης μονάδας σε άλλο σημείο της Ελλάδας, με αποτέλεσμα την ίδρυση μικρών και μικροσκοπικών εταιρειών από ιδιώτες, με ελάχιστα κεφάλαια και περιορισμένες δυνατότητες παραγωγής, οι οποίες από το 1929 ηλεκτροφώτιζαν, τουλάχιστον, όλες τις ελληνικές πόλεις άνω των 5.000 κατοίκων, προφανώς γιατί είχαν οικονομικό ενδιαφέρον.
Γεγονός είναι πως στην Ελλάδα η εξέλιξη της ηλεκτροβιομηχανίας είχε αντίθετη πορεία από την υπόλοιπη Ευρώπη. Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου έγινε αντιληπτή στα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη η ανάγκη εθνικοποίησης του ηλεκτρισμού, μέσα από ένα ενιαίο εθνικό δίκτυο, καθώς επίσης και από έναν κρατικό πλέον φορέα. Στον ελλαδικό χώρο η κατάτμηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι το 1955 δημιούργησε πολλά προβλήματα ως προς την εξυπηρέτηση του καταναλωτικού κοινού και την ακριβή διάθεση της κιλοβατώρας, λόγω του αυξημένου κόστους παραγωγής.
Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι όλη η ηλεκτροβιομηχανία στη χώρα μας στηριζόταν στη χρήση εισαγόμενου καυσίμου, όπως ήταν το πετρέλαιο και ειδικότερα των γαιανθράκων, αν και η Ελλάδα διέθετε εγχώρια καύσιμη ύλη, το λιγνίτη, που χρησιμοποιήθηκε μόνο κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Επίσης, οι επιχειρηματίες που ασχολήθηκαν με τον ηλεκτροφωτισμό δεν μπόρεσαν να δουν τα πλεονεκτήματα της κεντρικής παραγωγής και διανομής μέσω υπεραστικών δικτύων, αφού τα οικονομικά μέσα που διέθεταν δεν τους επέτρεπαν να δουν πέρα από όρια της κοινότητάς τους.
Το 1950 ιδρύεται η ΔΕΗ, η οποία ως εθνικός φορέας εξαγόρασε τις υφιστάμενες ιδιωτικές ηλεκτρικές εταιρείες με τα δίκτυά τους μέχρι το 1960. Επίσης, δημιούργησε νέους μεγάλους σταθμούς παραγωγής, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν εγχώριες καύσιμες πρώτες ύλες, επεκτείνοντας ταυτόχρονα το δίκτυο σε όλη τη χώρα, στις αμέσως επόμενες δεκαετίες.
Η δημιουργία των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας συνέβαλε θετικά στην ανάπτυξη των πόλεων, στις οποίες χωροθετήθηκαν. Η ηλεκτροδότηση των πόλεων αυτών οδήγησε στην οικονομική ανάπτυξή τους και στην αλλαγή των ρυθμών παραγωγής, ζωής και εργασίας.
ΑΗΣ (Ατμοηλεκτρικός Σταθμός) ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΚΕΡΑΤΣΙΝΙ (1927)
H ραγδαία αύξηση του πληθυσμού στην Αθήνα και τον Πειραιά, μετά το 1922, κατέστησε τον ΑΗΣ Φαλήρου μέσα σε μια δεκαετία ανεπαρκή και με απαρχαιωμένο εξοπλισμό, λόγω της αδιάκοπης ανανέωσης της τεχνολογίας του ηλεκτρισμού, με αποτέλεσμα η Ελληνική Ηλεκτρική Εταιρεία να προβεί σε αύξηση της συνολικής ισχύος του σταθμού από 4.000 kw σε 13.000 kw.
Το 1927, κρίθηκε αναγκαία η κατασκευή νέου ατμοηλεκτρικού σταθμού, του ΑΗΣ Αγ. Γεωργίου στο Κερατσίνι, από την Power and Traction, συνολικής ισχύος 45.000 kw. Ήταν το μεγαλύτερο έργο κοινής ωφελείας στην πρωτεύουσα και αποτελούσε το σημαντικότερο δείγμα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μετά το σταθμό του Φαλήρου. Η συμβολή των ξένων επενδυτών ήταν πολύ σημαντική και σε αυτό το έργο όσον αφορά στο σχεδιασμό και την ίδρυσή του, αφού διέθεταν την τεχνογνωσία και τα κεφάλαια.
Χωροθέτηση
Ως χώρος εγκατάστασης του νέου ατμοηλεκτρικού σταθμού επιλέχτηκε ο όρμος του Αγίου Γεωργίου στο Κερατσίνι. Στη συνέχεια η περιοχή που συμπεριλάμβανε το εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, χαρακτηρίστηκε βιομηχανική ζώνη με σχετικό βασιλικό διάταγμα, και για την κατασκευή του σταθμού απαλλοτριώθηκε έκταση 56.400 τετραγωνικών μέτρων. Παράλληλα, η γειτνίασή του με τη θάλασσα τον κατέστησε πλεονεκτικό για δύο κυρίως λόγους: α) η μεταφορά του γαιάνθρακα ήταν ευκολότερη, αφού ο ανεφοδιασμός γινόταν άμεσα από το θαλάσσιο χώρο, και β) το απαιτούμενο νερό για την ψύξη των μηχανών καλυπτόταν με αγωγούς επίσης από τη θάλασσα.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ήταν ο μοναδικός ελληνικός σταθμός που κατασκευάστηκε σύμφωνα με το διεθνές μοντέλο των ατμοηλεκτρικών σταθμών. Ο τρόπος κατασκευής του και η μεγάλη του κλίμακα συνέθεσαν ένα μνημειακό βιομηχανικό κτίριο, ανάλογο των διεθνών προτύπων. Αν και δεν διέφερε στην τυπολογία και στην διαδικασία παραγωγής από τον Φαληρικό σταθμό, ο μεταλλικός σκελετός του, που βασίστηκε σε μελέτη γραφείου της Γλασκώβης, ήταν η καινοτομία που έκανε τη διαφορά.
Ο ΑΗΣ Αγίου Γεωργίου στο Κερατσίνι είχε τρεις φάσεις κατασκευής:
Α΄ Κατασκευαστική φάση (1925-1927)
Αρχικά κατασκευάστηκαν το λεβητοστάσιο και το μηχανοστάσιο, δύο επιμήκεις, παραλληλόγραμμες, όμορες αίθουσες, καθώς και το διώροφο κτίριο ελέγχου παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας. Προηγήθηκε η θεμελίωση των μεταλλικών υποστυλωμάτων με βάσεις από οπλισμένο σκυρόδεμα, ακολούθησε η τοποθέτηση του μηχανολογικού εξοπλισμού και στους δύο χώρους και μετά η επένδυσή τους εξωτερικά με οπλισμένο σκυρόδεμα.
Το όλο συγκρότημα μπορεί να θεωρηθεί ως ένα τυπικό δείγμα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής των ηλεκτρικών σταθμών της Ευρώπης και της Αμερικής των αρχών του 20ου αιώνα.
Β΄ Κατασκευαστική φάση (1938)
Η τεράστια αύξηση των αναγκών σε κατανάλωση ρεύματος στην πρωτεύουσα το 1938 επέβαλε την επέκταση του υπάρχοντος μηχανοστασίου και λεβητοστασίου με την προσθήκη μιας ακόμα ατμομηχανής ισχύος 15MW και ενός ζεύγους λεβήτων, προχωρώντας στη β΄ φάση με την ίδια ακριβώς κατασκευή, χωρίς να τροποποιηθεί μορφολογικά και τυπολογικά ο σταθμός.
Γ΄ Κατασκευαστική φάση (1955)
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι κτιριακές υποδομές δεν επαρκούσαν για το νέο μηχανολογικό εξοπλισμό, με αποτέλεσμα οι νέες προσθήκες να αποτελούν πλέον ξεχωριστές κτιριακές μονάδες, με το συνολικό εμβαδόν τους να φτάνει τα 4.200μ2., ενώ όλο το κτιριακό συγκρότημα παραγωγής ξεπερνούσε τα 7.750μ2. Τα νέα κτίρια ήταν κατασκευασμένα από σκελετό οπλισμένου σκυροδέματος και τοίχους πληρώσεως από τούβλα. Με αυτό τον τρόπο ολοκληρώθηκαν όλες οι φάσεις επέκτασης του σταθμού, μέχρι την εξαγορά της επιχείρησης από τη ΔΕΗ.
Ο κλάδος της ηλεκτροβιομηχανίας στην Ελλάδα αναπτύχθηκε, καταρχήν, στα μεγάλα αστικά κέντρα και στις μεγάλες πόλεις που διέθεταν αναπτυγμένη βιομηχανία, και κατά κύριο λόγο σε περιοχές με εύκολη πρόσβαση, όπως λιμάνια και πόλεις με σιδηροδρομικό και οδικό δίκτυο, που εξυπηρετούσαν τον εφοδιασμό των σταθμών με τις πρώτες καύσιμες ύλες, ενώ η επιλογή θέσης κοντά σε θάλασσα εξυπηρετούσε την εύκολη ψύξη των μηχανών των σταθμών.
Παράλληλα, η ανάπτυξη της ηλεκτροβιομηχανίας συνέβαλε στην άνθηση της βιομηχανίας και της οικονομίας της χώρας γενικότερα καθώς η ηλεκτροβιομηχανία ικανοποιούσε τις ανάγκες σε ενέργεια των υπολοίπων κλάδων της βιομηχανίας. Σημειώνεται ότι ήταν ραγδαία η δημιουργία βιομηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων, από το 1876 έως το 1920, στον ελλαδικό χώρο, όταν η έλευση του ηλεκτρισμού κατάστησε δυνατή τη χρήση τεράστιας ιπποδύναμης για την παραγωγή προϊόντων. Το 1920, οι βιομηχανικές μονάδες που χρησιμοποιούν ηλεκτρισμό κατέχουν την πλειοψηφία στην περιοχή της Αττικής- Βοιωτίας, καθώς η βιομηχανία είναι συγκεντρωμένη στην πρωτεύουσα, λόγω του μεγάλου πληθυσμού και των άφθονων εργατικών χεριών.
Κατά συνέπεια η κατασκευή και η λειτουργία των ηλεκτρικών σταθμών συνιστούσε εφαλτήριο για την ευρύτερη βιομηχανική και οικονομική ανάπτυξη των περιοχών, στις οποίες δημιουργήθηκαν. Κάθε μονάδα, άλλαζε το τοπίο των πόλεων και δημιουργούσε άλλους ρυθμούς παραγωγής, ζωής και εργασίας. Και καθώς όλο το δίκτυο διανομής ηλεκτρικής ενέργειας επεκτεινόταν, άλλαζε τη γεωγραφία και την ταχύτητα ανάπτυξης της χώρας.
Ειδικότερα, ο ΑΗΣ Αγίου Γεωργίου αποτέλεσε πόλο έλξης για την ανάπτυξη της βιομηχανίας, όπως προκύπτει από τα διατάγματα της εποχής τα σχετικά με την εξέλιξη του σχεδίου πόλεως της περιοχής γύρω από το σταθμό.
Είναι γεγονός, ότι, η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών στους σταθμούς ηλεκτρικών, συνέβαλε στη διάδοσή τους και σε άλλες κατασκευές κτιρίων στον ελληνικό χώρο. Επίσης, η εξάπλωση των ηλεκτρικών σταθμών στον ελληνικό χώρο, σήμανε μία κοσμογονία σε πολλά επίπεδα: ώθηση προς βιομηχανική ανάπτυξη, ώθηση προς οικιστική ανάπτυξη και ώθηση προς μία γενικότερη οικονομική ανάπτυξη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Ν. Παντελάκης, Ο εξηλεκτρισμός της Ελλάδας 1889-1956, Από την ιδιωτική πρωτοβουλία στο κρατικό μονοπώλιο, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1991, σελ.56.
2. Βασιλικό Διάταγμα της 10ης Ιουλίου 1889 «Περί αδείας παραγωγής κλ.π. ηλεκτρικού φωτός και ηλεκτρικής δυνάμεως εν Αθήναις υπό της Γενικής Εταιρείας Εργοληψιών», Εφημερίς της Κυβερνήσεως, αρ. φ. 180, Αθήνα 13.7.1889.
3.Το πρώτο δημόσιο κτίριο που ηλεκτροφωτίζεται το 1888 είναι το Ζάππειο Μέγαρο, την ημέρα των εγκαινίων του, (20.10.1888) ˙Βλ. Ε. Στασινόπουλος, Ιστορία των Αθηνών, op. cit., σελ. 452-453.
4.Ν. Παντελάκης, op. cit., σελ. 77.
5. «…Το 1902, η κατανάλωσις ηλεκτρικού ρεύματος εις Αθήνας προς φωτισμόν και κίνησιν, ανήρχετο εις 2000 ωριαία κιλοβάτ κατά μέσον όρον. Το ρεύμα αυτό προμήθευσαν ατμομηχαναί ισχύος 750 ίππων και συσσωρευταί πληρούμενο την ημέραν….»˙ Βλ. Αθανασιάδου Γ., Ο εν Νέω Φαλήρω Κεντρικός Ηλεκτρικός Σταθμός και η μεταβίβασις της Ηλεκτρικής Ενέργειας εις Αθήνας και Πειραιά, Αθήνα 1902, σελ. 7.
6. Γ. Τσαπόγας, To πρώτο λαμπιόνι ανάβει το 1888. Ιστορικές αναδρομές του εξηλεκτρισμού στην Ελλάδα, Αθήνα, 2006,σελ. 8.